παραμπροστά

παραμπροστά
επίρρ. βλ. παραμπρός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παράμπροστος — η, ο αυτός που βρίσκεται πιο μπροστά από κάποιον άλλο, ο αμέσως προηγούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. < παραμπροστά] …   Dictionary of Greek

  • παραμπρός — και παραμπροστά επίρρ. 1. τοπ. λίγο πιο μπροστά, λίγο πιο πέρα («προχώρησε παραμπρός, αν θες να δεις καλύτερα») 2. χρον. προηγουμένως, πρωτύτερα, πιο πριν. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐμπρός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”